- ψέγουσι
- ψέγωblamepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ψέγωblamepres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναγελάζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ συναγελάζω Α ζω σε αγέλη, αποτελώ μέλος αγέλης («τῶν ἰχθύων οἱ μὲν συναγελάζονται μετ ἀλλήλων καὶ φίλοι εἰσίν», Αριστοτ.) νεοελλ. (με υποτιμητ. σημ.) συγχρωτίζομαι με ανθρώπους κατώτερου επιπέδου αρχ. 1. (για πρόσ.) συναναστρέφομαι … Dictionary of Greek
φιλόσοφος — Άγιος της Ανατ. Όρθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, επειδή, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος, θέλοντας να αποφύγει να συνομιλήσει με πόρνη, όπως τον υποχρέωσαν, δάγκασε τη γλώσσα του και την έφτυσε με το… … Dictionary of Greek